- λῃστεύσῃ
- λῃστεύωpractise robberyaor subj mid 2nd sgλῃστεύωpractise robberyaor subj act 3rd sgλῃστεύωpractise robberyfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λήστευση — η 1. η βίαιη αρπαγή ξένης περιουσίας 2. μτφ. κλοπή με αισχροκέρδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek